υπόπλατυς

υπόπλατυς
-υ, Α [πλατύς]
1. ο κάπως πλατύς, εκτεταμένος («τὰ ἐν τοῑσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)
2. ο ελαφρώς αλμυρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”